- λουστης
- λούστης-ου adj. любящий купаться
(ὄρνιθες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄρνιθες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λούστης — λούστης, ὁ (Α) 1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά 2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβλ. λούσ ω, μέλλ. τού λούω) + κατάλ. της] … Dictionary of Greek
λούστης — one fond of bathing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῦσται — λούστης one fond of bathing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούστας — λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc acc pl λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek